- φραδάζω
- Αγνωστοποιώ κάτι, φανερώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη τού οποίου συμπεραίνουν οι μελετητές από τον αόρ. φράδασσε που απαντά στον Πίνδ. και που πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ως ποιητ. τ. τού φράδᾱσε / φράδησε, γ' εν. πρόσ. αορ. τού φραδάω*].
Dictionary of Greek. 2013.